θαλαμικός

θαλαμικός
η , ό[ν] камерный, комнатный;

§ θαλαμική συνδρομή мед. — таламический синдром


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "θαλαμικός" в других словарях:

  • θαλαμικός — ή, ό [θάλαμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάλαμο 2. φρ. «θαλαμικό σύνδρομο» πάθηση τού νευρικού συστήματος που χαρακτηρίζεται από επίμονη απώλεια τής επιφανειακής αισθητικότητας, από ήπια παράλυση και ελαφρά έλλειψη συντονισμού τών… …   Dictionary of Greek

  • θαλαμιός — θαλαμιός, ά, όν, ιων. θηλ. θαλαμιή (Α) [θάλαμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάλαμο, ο θαλαμικός 2. το αρσ. ως ουσ. ό θαλαμιός ο θαλαμίτης* 3. το θηλ. ως ουσ. ή θαλάμια α) (ενν. κώπη) το κουπί τού θαλαμίτη β) (ενν. οπή) η οπή από την… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»